- ραδιαισθησία
- ή ραδιαίσθηση, η, Ν1. (αποκρυφ.) η υποτιθέμενη ευαισθησία τών ζώντων οργανισμών σε ορισμένες γνωστές ή άγνωστες ακτινοβολίες τόσο τής άψυχης όσο και τή έμψυχης ύλης2. μαντική πρακτική η οποία βασίζεται στην αξιοποίηση αυτής τής ευαισθησίας με τη βοήθεια μιας ράβδου ή ενός εκκρεμούς που κρατιούνται στο χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. radiesthesie (< λατ. radius «ακτίνα ήλιου, αστραπή» + αίσθηση + κατάλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.